- διίδρωση
- η (Α διίδρωσις) [διιδρώ]μεγάλη αφίδρωσηνεοελλ.1. δίοδος υγρού μέσα από τα πορώδη τοιχώματα ενός σώματος όπου εμφανίζεται με μορφή σταγόνων, ίδρωμα2. ιατρ. το χύσιμο οργανικού υγρού που οφείλεται σε εσωτερική πίεση.
Dictionary of Greek. 2013.